- στέππα
- στέππη η степь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Σεμπαλίν, Βησσαρίων — (1902 1963). Σοβιετικός μουσικοσυνθέτης. Ο Σ. ήταν διδάκτορας της ιστορίας και κριτικής των καλών τεχνών και τιμήθηκε με τον τίτλο του καλλιτέχνη του λαού της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Το μουσικό έργο του αντλεί τις εμπνεύσεις … Dictionary of Greek
Σολόχοφ, Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς — Σοβιετικός συγγραφέας. Έζησε από το 1905 έως το 1984. Υποστηριχτής της Οκτωβριανής Επανάστασης, κατατάχτηκε το 1920 σε απόσπασμα επισιτισμού και πήρε δραστήρια μέρος στον αγώνα εναντίον των κουλάκων και των αντεπαναστατικών ομάδων του Ντον. Τα… … Dictionary of Greek
στέπα — Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν… … Dictionary of Greek